- φαραωνικός
- φαραωνικός, -ή, -ό και φαραωτικός, -ή, -όαυτός που αναφέρεται στους Φαραώ (βλ. λ.): Η φαραωνική εποχή της Αιγύπτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαραωνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φαραώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek